τετραδακτύλους

τετραδακτύλους
τετραδάκτυλος
four-toed
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετραδάκτυλος — η, ο / τετραδάκτυλος, ον, ΝΑ, και τετραδάχτυλος, η, ον, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερα δάχτυλα («ἔχει τοὺς προσθίους πόδας... τετραδακτύλους», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ή διαστάσεις τεσσάρων δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”